- παραμονος
- παράμονοςдор. πάρμονος 2
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παράμονος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράμονος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στα χρόνια του Δεκίου (249 251). Η μνήμη του τιμάται στις 29 Νοεμβρίου. * * * και ποιητ. τ. πάρμονος, ον, ΜΑ παραμόνιμος μσν. αυτός που μπορεί να διατηρηθεί («παράμονος οἶνος», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
παραμονώτερον — παράμονος masc acc comp sg παράμονος neut nom/voc/acc comp sg παράμονος adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμόνως — παράμονος adverbial παράμονος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράμονον — παράμονος masc/fem acc sg παράμονος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμόνου — παράμονος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμόνους — παράμονος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμόνων — παράμονος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμόνῳ — παράμονος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράμονα — παράμονος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράμονοι — παράμονος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)